-
1 βερνίκι
[вэрники] ουσ. о. лак, вакса гуталинн.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βερνίκι
-
2 лак
лак м το βερνίκι· \лак для ногтей το βερνίκι για τα νύχια* * *мτο βερνίκιлак для ногте́й — το βερνίκι για τα νύχια
-
3 гуталин
-
4 крем
крем м 1) (кушанье) η κρέμα 2) (для обуви) η μπογιά· το βερνίκι, το λούστρο 3) (для лица) το γαλάκτωμα, η κρέμα* * *м1) ( кушанье) η κρέμα2) ( для обуви) η μπογιά; το βερνίκι, το λούστρο3) ( для лица) το γαλάκτωμα, η κρέμα -
5 аппретура
1. (текст., кож.) η τελειωτική επεξεργασία/κατεργασίαотделочная - τελειωτική -, το φινίρισμα2. (лак) το βερνίκι (για δέρματα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аппретура
-
6 вакса
το μαύρου χρώματος βερνίκι (υποδημάτων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вакса
-
7 глянцлак
το βερνίκι λουστραρίσματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > глянцлак
-
8 гуталин
το μαύρο βερνίκι (των υποδημάτων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гуталин
-
9 даммарлак
το βερνίκι της δαμμάρας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > даммарлак
-
10 нитролак
το βερνίκι του βαμβακοπυρίτη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нитролак
-
11 покрытие
1. (наложение на поверхность чего-л. тонкого слоя какого-л. вещества) η (επί)στρωση, το επίχρισμα, η επένδυση, η επικάλυψηнаносить - кистью εφαρμόζω την - με πινέλο/βούρτσαлакокрасочное - με λάκ-κα/βερνίκι2. (то, что покрывает что-л.) το κάλυμμα, το σκέπασμα, το επίστρωμα 3. (возмещение) η κάλυψη 4. (закрывание, накрывание) το σκέπασμα 5. (обивание наружной поверхности) η επένδυση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > покрытие
-
12 политура
(спиртовый лак) το βερνίκι λουστραρίσματος/γυαλίσματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > политура
-
13 вакса
ва́ксаж ἡ μαύρη μπογιά γιά τά παπούτσια, τό μαϋρο βερνίκι. -
14 гуталин
гуталинм τό βερνίκι, ἡ μπογιά τῶν παπουτσιών. -
15 лак
лакм τό βερνίκι:покрывать \лаком βερ-νικώνω. -
16 лакирбвка
лакир||бвкаж1. (действие) τό λουστράρισμα, τό βερνίκωμα:\лакирбвкао́вка действительности ὁ ἐξωραϊσμός (или ἡ ἐξιδανίκευση) τῆς πραγματικότητας·2. (слой лака) τό βερνίκι. -
17 мастика
мастикаж ἡ μαστίχα / τό λοῦστρο, τό βερνίκι (для натирания полов). -
18 гуталин
[γκουταλίν] ουσ α βερνίκι -
19 лак
[λάκ] ουσ. α. βερνίκι -
20 гуталин
[γκουταλίν] ουσ α βερνίκι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βερνίκι — Στη ζωγραφική, ο όρος δηλώνει διάφορες χημικές ενώσεις κατάλληλες για την επίστρωση των χρωμάτων, για τη διόρθωση ενός έργου και για την προστασία ενός πίνακα από τις καιρικές συνθήκες. Ανάλογα με τη χρήση τους, τα β. αποτελούνται από διαλύματα… … Dictionary of Greek
βερνίκι — το (λ. λατ.) 1. ρευστό επίχρισμα με το οποίο αλείφουμε ξύλινες ή μετάλλινες ή δερμάτινες επιφάνειες για να τις προστατέψουμε από την επίδραση του αέρα: Το βερνίκι με το οποίο κάλυψες αυτήν την καρέκλα μυρίζει πολύ έντονα. 2. μτφ., η επιφανειακή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεραμική — Τέχνη παραγωγής χρηστικών και διακοσμητικών αντικειμένων από άργιλο και άλλες ουσίες. Τα αντικείμενα διαμορφώνονται από την εύπλαστη μάζα υγρού πηλού και υποβάλλονται σε αποξήρανση και ψήσιμο για να σκληρύνουν και να σταθεροποιηθούν. Η ποικιλία… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
ακουαφόρτε — I (ιταλ. acquaforte,γαλλ. eau forte). Ειδική μέθοδος χαρακτικής σε μέταλλο. Ονομάζεται επίσης α. και το έργο που έχει εκτελεστεί με τη μέθοδο αυτή. Στην α. οι γραμμές είναι σαφέστατα διαχωρισμένες η μία από την άλλη και μπορούν να γίνουν… … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
ηλεκτροβερνίκι — το τεχνολ. είδος βερνικιού από διάλυμα ηλέκτρου σε τερεβινθέλαιο και βερνίκι λινελαίου, που χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν για την επίχριση διαφόρων ελασμάτων ή αντικειμένων από ξύλο ή δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
Ορχομενός — I Όνομα τριών μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θυέστη, τον οποίο έσφαξε ο Ατρεύς μαζί με τους αδελφούς Καλαό και Αγλαό. 2. Γιος του Μινύα, γενάρχης των Μινυών, από τον οποίο πήρε την ονομασία της η ομώνυμη πόλη της Βοιωτίας, που ήταν πρωτεύουσα… … Dictionary of Greek
αβερνίκωτος — η, ο [βερνικώνω] 1. αυτός που δεν έχει επιχριστεί με βερνίκι, αλουστράριστος, αγυάλιστος 2. (για πρόσωπα που δεν κρατούν τα προσχήματα) «μούτρα αβερνίκωτα», δηλ. αναιδή, ξετσίπωτα … Dictionary of Greek